- μανιτόμπα
- η канадская пшеница (один из сортов)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μανιτόμπα — (Manitoba). Επαρχία (647.797τ. χλμ., 1.150.848κάτ. το 2001) του νοτιοκεντρικού Καναδά, η οποία συνορεύει στα Β με την επαρχία Νούναβουτ, στα Α με την επαρχία Οντάριο, στα Ν με τις Ηνωμένες Πολιτείες (Μινεζότα και Βόρεια Ντακότα), στα Δ με την… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
διγλωσσία — Γνώση και χρήση δύο γλωσσών· υπό ευρεία έννοια, ο όρος δ. χρησιμοποιείται και στις καταστάσεις τριγλωσσίας ή πολυγλωσσίας. Αντίθετος του όρου δ. είναι ο όρος μονογλωσσία. (Γλωσσ.) Το είδος των γλωσσών που χρησιμοποιεί ένα δίγλωσσο άτομο είναι… … Dictionary of Greek
Γουίνιπεγκ — (Winnipeg). Πόλη (635.093 κάτ. το 2002) του νότιου Καναδά, πρωτεύουσα της επαρχίας Μανιτόμπα. Βρίσκεται σε μια περιοχή ελαφρώς κυματοειδή, στη συμβολή του ποταμού Εσίνιμποϊν με τον Ρεντ Ρίβερ, 65 χλμ. από την ομώνυμη της πόλης λίμνη. Η… … Dictionary of Greek
Νέλσον-Σασκάτσιουαν — (Nelson Saskatchewan). Ποτάμιο σύστημα της Βόρειας Αμερικής, στον Καναδά, το οποίο εκβάλλει στον κόλπο Χάντσον και αποτελείται από τους ποταμούς Σασκάτσιουαν (1.939 χλμ.) που χύνεται στη λίμνη Γουίνιπεγκ και Νέλσον (644 χλμ.) που πηγάζει από την… … Dictionary of Greek
οντάριο — (Ontario). Επαρχία (1.068.580 τ. χλμ., 9 546 000 κατ.) του νότιοκεντρικού Καναδά. Πρωτεύουσα είναι το Τορόντο. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας και περιλαμβάνεται μεταξύ των επαρχιών Μανιτόμπα στα Δ και Κεμπέκ στα Α, του Κόλπου… … Dictionary of Greek
χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Βορειοδυτικά Εδάφη — (Northwest Territories). Διοικητική περιφέρεια (1.346.106 τ. χλμ., 40.900 κάτ. το 2001) της Ομοσπονδίας του Καναδά, στα ΒΔ της χώρας. Χωρίζεται σε τρία διοικητικά διαμερίσματα (Μακένζι, Κιουέτιν και Φράνκλιν), με πρωτεούσα το Γελοουνάιφ. Η… … Dictionary of Greek
Μακένζι, Ρόντερικ — (Roderick Mackenzie, Κάρμαν, Μανιτόμπα 1885 – 1940). Αμερικανός κοινωνιολόγος, καναδικής καταγωγής. Είναι ένας από τους ιδρυτές της ανθρώπινης οικολογίας, κλάδου της κοινωνιολογίας που μελετά τις σχέσεις μεταξύ των κοινωνικών θεσμών και του… … Dictionary of Greek
Ρεντ Ρίβερ — (Red River). Όνομα 2 ποταμών της Αμερικής. 1. Ποταμός των ΗΠΑ, μήκους π. 2.000 μ. Πηγάζει από το Τέξας, ΝΔ του Αμαρίλο, διασχίζει τη Λουιζιάνα και σχηματίζει δυο βραχίονες. Από αυτούς ο μεν δεξιός χύνεται στον Κόλπο του Μεξικού, ενώ ο αριστερός… … Dictionary of Greek